πινελάρω

πινελάρω
Ν
1. επαλείφω με χρωστήρα, βάφω με πινέλο
2. ποντίζω άγκυρα πλοίου, στην οποία είναι δεμένο το πινέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pennellare (< pennello, βλ. λ. πινέλο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισχάζω — ποντίζω άγκυρα πάνω στην οποία έχει προσδεθεί άλλη μικρότερη, πινελάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγων ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • πινελάρισμα — το, Ν 1. βάψιμο με πινέλο 2. η πόντιση άγκυρας πλοίου, στην οποία είναι δεμένο το πινέλι, άλλη μικρότερη άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πινελάρω κατά τα ουδ. σε ισμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”